παρατροπή — turning away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατροπή — η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.) 2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.) 3. (με… … Dictionary of Greek
παρατροπῆι — παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres subj mp 2nd sg παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres ind mp 2nd sg παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres subj act 3rd sg παρατροπῇ , παρατροπέω trying to lead pres subj mp 2nd sg παρατροπῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατροπαῖς — παρατροπή turning away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατροπαί — παρατροπή turning away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατροπήν — παρατροπή turning away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατροπά — παρατροπά̱ , παρατροπή turning away fem nom/voc/acc dual παρατροπά̱ , παρατροπή turning away fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
одоланиѥ — ОДОЛАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Отклонение, отказ: но ѡдоланиѥмь волнымь ѿ лѹчьшаго въ хѹжьшеѥ въпасти имъ… самоволно. (τῇ παρατροπῇ) ГА XIV1, 46а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρατροπικός — ή, όν, Α [παράτροπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρατροπή, σε παρέκκλιση, σε εκτροπή, ο παράτροπος … Dictionary of Greek
ՅԵՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 2 0355 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. τροπή, παρατροπή versio, conversio, deflexio, digressio. Այլայլութիւն. փոփոխումն. յեղափոխութիւն. պէսպիսութիւն. շրջշրջումն. *Հիացումն՝ յեղումն մտացն՝ քուն է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)